αντίδικος

αντίδικος
ο (Α ἀντίδικος, -ον)
ο αντίπαλος σε δίκη, ο καθένας από τους δύο διαδίκους
αρχ.
1. ο εναγόμενος, ο κατηγορούμενος
2. ο μηνυτής, ο ενάγων
3. ο εχθρός, ο αντίπαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι-* + -δικος < δίκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀντίδικος — opponent masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντίδικος — η, ο αντίπαλος σε δικαστικό αγώνα: Οι δύο αντίδικοι δεν ήθελαν να συμβιβαστούν, όπως πρότεινε ο πρόεδρος του δικαστηρίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀντίδικον — ἀντίδικος opponent masc/fem acc sg ἀντίδικος opponent neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιδίκοιν — ἀντίδικος opponent masc/fem/neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιδίκοις — ἀντίδικος opponent masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιδίκου — ἀντίδικος opponent masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιδίκους — ἀντίδικος opponent masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιδίκων — ἀντίδικος opponent masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιδίκῳ — ἀντίδικος opponent masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντίδικα — ἀντίδικος opponent neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”